στοργικῇ

στοργικῇ
στοργικός
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στοργικός — ή, ό / στοργικός, ή, όν, ΝΑ [στοργή] (για πρόσ.) αυτός που τρέφει στοργή, που συμπεριφέρεται με στοργή («στοργική μητέρα») νεοελλ. αυτός που γίνεται με στοργή (α. «στοργικές περιποιήσεις» β. «στοργική στάση»). επίρρ... στοργικώς και στοργικά Ν με …   Dictionary of Greek

  • φιλοστοργία — η η στοργική αγάπη, η στοργική τρυφερότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγάπημα — το (Α ἀγάπημα) [ἀγαπῶ] νεοελλ. 1. στοργική διάθεση, αγάπη 2. συμφιλίωση αρχ. κάτι αξιαγάπητο …   Dictionary of Greek

  • μαικήνας — (Gaius Maecenas, 69; – 8 π.Χ.). Ρωμαίος συγγραφέας και πολιτικός. Από οικογένεια ευγενών ετρουσκικής καταγωγής, υπήρξε φίλος και σύμβουλος του Οκταβιανού από νεαρή ηλικία. Πολέμησε μαζί του στους Φιλίππους, και, αν και δεν είχε επίσημο αξίωμα,… …   Dictionary of Greek

  • περιποίηση — η / περιποίησις, ήσεως ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. 1. πρόθυμη εξυπηρέτηση, στοργική μεταχείριση κάποιου, πρόθυμη παροχή υπηρεσιών σε κάποιον 2. υπηρεσία που παρέχεται αντί συγκεκριμένης αμοιβής («η περιποίηση τού αρρώστου ανατέθηκε σε ειδική… …   Dictionary of Greek

  • στοργικότητα — η, Ν [στοργικός] στοργική συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • χάιδεμα — και χάδεμα, το, Ν [χαϊδεύω] 1. το να χαϊδεύει κάποιος κάποιον ή κάτι, η κίνηση τής θωπείας 2. το αποτέλεσμα τού χαϊδεύω, χάδι, θωπεία 3. μτφ. στοργική ή κολακευτική συμπεριφορά σε κάποιον 4. στον πληθ. τα χαϊδέματα νάζια, καμώματα …   Dictionary of Greek

  • Έσα ντε Κεϊρόζ, Χοσέ Μαρία — (José Maria Εçαde Queiroz, Πόβοα ντε Βαρζίμ 1845 – Παρίσι 1900). Πορτογάλος μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος. Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του πορτογαλικού ρεαλισμού. Σπούδασε νομικά, αναγορεύθηκε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα… …   Dictionary of Greek

  • Κάφκα, Φραντς — (FrantzKαfka, Πράγα 1883 – Κίρλινγκ, Βιέννη 1924). Τσέχος γερμανόφωνος συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Μέλος της γερμανόφωνης εβραϊκής μειονότητας της Πράγας, γιος εύπορου εμπόρου, o K. ένιωσε τη βαθιά απομόνωση που δημιουργούσαν αυτές οι… …   Dictionary of Greek

  • Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”